Αλλαγή εστίασης

Οργάνωση για την επανάσταση και όχι για την αποφυγή κρίσεων


Σχόλιο στο κάτω μέρος του άρθρου – Κάντε κλικ εδώ

 

Kali Akuno, Brian Drolet, Doug Norberg

Πρώτη δημοσίευση στο Socialism And Democracy, Σελίδες 49-72 | Published online: 27 Apr 2022

 

Η μετεωρική άνοδο του Donald J. Trump το 2015, ώθησε σημαντικό αριθμό φιλελεύθερων, προοδευτικών, σοσιαλδημοκρατών και αριστερών να συγκεντρώσει την προσοχή του στην πολιτική, τις πολιτικές πρακτικές αλλά και την προσωπικότητά του Trump και στο τι αυτά προμηνύουν για το μέλλον της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Αυτό πηγάζει από την γενικότερη εμμονή που δείχνουν αυτές οι δυνάμεις στην εκλογική επιτυχία ισχυρών ανδρών της δεξιάς, όπως ο Jair Bolsonaro, ο Rodrigo Duterte, ο Recep Erdoğan, ο Boris Johnson, ο Narendra Modi και ο Viktor Orban, για να αναφέρουμε μερικούς.1 Η άνοδος των “ισχυρών ανδρών” ερμηνεύτηκε από πολλούς αριστερούς σε όλο τον κόσμο ως σημάδι ότι η λεγόμενη “εποχή της φιλελεύθερης δημοκρατίας” φτάνει στο τέλος της και ότι ο φασισμός είναι σε άνοδο. Σε απάντηση, μας προτρέπουν αυτές οι δυνάμεις να επικεντρώσουμε την ενέργειά μας στην “υπεράσπιση της δημοκρατίας”.

 

Ο αγώνας για τη διάσωση της δημοκρατίας στον καπιταλισμό είναι αδιέξοδος

 

Ο προσανατολισμός για την “υπεράσπισης της δημοκρατίας” ενσωματώνει πολλές βαθιά προβληματικές και επικίνδυνες υποθέσεις. Αφ’ ενός, δεν αναφέρεται και δεν κάνει τίποτα για τη συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας που δεν έχει βιώσει ποτέ τα υποτιθέμενα οφέλη της αστικής δημοκρατίας και αφετέρου, προϋποθέτει ότι η αστική δημοκρατία είναι το αντίδοτο του φασισμού και όχι το δίδυμο που τον επιτρέπει.

 

Ο φασισμός είναι μία από τις πολλές παραλλαγές διακυβέρνησης του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος και δεν μπορεί να καταπολεμηθεί με τα εργαλεία που προέρχονται από άλλες μορφές καπιταλιστικής διακυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της σχεδόν 500χρόνης ιστορίας του, ο καπιταλισμός προσάρμοσε τις λειτουργίες διακυβέρνησης του με βάση την ανάγκη του να εξασφαλίσει φυσικούς πόρους, να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του και να διαχειριστεί και να ελέγξει αποτελεσματικά και αποδοτικά την εργασία. Οι κύριες παραλλαγές της διακυβέρνησης του κεφαλαίου ήταν ο μερκαντιλισμός, η σοσιαλδημοκρατία, ο νεοφιλελευθερισμός και ο φασισμός. Θα διερευνήσουμε αυτές τις παραλλαγές αργότερα σε αυτό το άρθρο.

 

Η μονόπλευρη πολιτική προσέγγιση, “υπεράσπιση της δημοκρατία”, υποθέτει λανθασμένα ότι υπάρχουν κανονιστικές πολιτικές σχέσεις και ένα κανονιστικό σύστημα διακυβέρνησης εντός του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Εσφαλμένα υποθέτει ότι ο νεοφιλελευθερισμός, η παραλλαγή που κυριαρχεί στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα από τη δεκαετία του 1980, είναι ο κανόνας και όχι μια μορφή συσσώρευσης κεφαλαίου και κοινωνικών σχέσεων. Στην καλύτερη περίπτωση η προσέγγιση αυτή αγκαλιάζει ως στόχο μια εναλλακτική σοσιαλδημοκρατική μορφή καπιταλιστικής διακυβέρνησης.

 

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένα σύνολο κανονιστικών πολιτικών σχέσεων εντός του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Ο καπιταλισμός αναδύθηκε από φεουδαρχικές μοναρχίες, επεκτάθηκε με εποικιστικά-αποικιακά συστήματα δουλείας και ωρίμασε προωθώντας τη βίαιη επέκταση πολλών ανταγωνιστικών αυτοκρατοριών για να θέσει ολόκληρο τον πλανήτη υπό την κυριαρχία του. Η εκμεταλλευτική δυναμική του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος απαιτεί μια σειρά από διαφοροποιημένες πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις προκειμένου να δημιουργηθούν οι συνθήκες στέρησης και άνισης ανταλλαγής από τις οποίες εξαρτάται. Αυτές οι οικονομικές, κοινωνικές και κυβερνητικές σχέσεις κυμαίνονται από δομές δουλείας που επιβάλλονται από αυταρχικούς γαιοκτήμονες μέχρι σοσιαλδημοκρατίες που ελέγχονται από αυστηρά ρυθμισμένες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, τόσο ιδιωτικές όσο και δημόσιες.

 

Ο προσανατολισμός της “υπεράσπισης της δημοκρατίας” διαιωνίζει το μύθο του “δημοκρατικού καπιταλισμού”, μια πλάνη που θεωρεί την αντιπροσωπευτική δημοκρατία ως ένα σχεδόν αναπόφευκτο υποπροϊόν του καπιταλισμού και ότι για να μετασχηματίσουμε το καπιταλιστικό σύστημα πρέπει να βασιστούμε στα περιορισμένα εργαλεία της αστικής δημοκρατίας για να φτάσουμε εκεί.

 

Ο στενός εστιασμός στην άνοδο της “ακροδεξιάς” συσκοτίζει τη συγκεκριμένη ανάλυση της τρέχουσας στιγμής. Αγνοεί ή αρνείται πόσο μακριά και πόσο γρήγορα οι φιλελεύθεροι και οι κεντρώοι σε όλο τον κόσμο έχουν μετακινηθεί προς τα δεξιά τα τελευταία 50 χρόνια, επιτρέποντας την επιβολή της νεοφιλελεύθερης παραλλαγής της αστικής διακυβέρνησης την οποία τώρα υποτίθεται ότι θα πρέπει να αποδεχτούμε στο όνομα της καταπολέμησης του φασισμού.

 

Ακόμα πιο κριτικά, αυτή η υπερβολική έμφαση στις πολιτικές εξελίξεις της ακροδεξιάς εμποδίζει ζωτικά τμήματα της αριστεράς να δουν σωστά και να ασχοληθούν με τη βαθιά δομική κρίση του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, η οποία είναι η δυναμική που κινεί τη συνολική πορεία προς τα δεξιά.

 

Αυτό δεν είναι επιχείρημα για να αποφύγουμε ή να αγνοήσουμε την καταπολέμηση της περαιτέρω προέλασης του φασιστικού αυταρχισμού. Είναι η κριτική μιας άποψης που περιορίζει τους ανθρώπους στο να αγωνίζονται ενάντια σε ορισμένες παραλλαγές της καπιταλιστικής διακυβέρνησης, αποκλείοντας τον αγώνα ενάντια στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα.

 

Η στενή γραμμή “υπεράσπιση της δημοκρατίας” οδηγεί μόνο σε αδιέξοδα και φέρνει την αριστερά σε επικίνδυνη θέση, όπως αποδεικνύει η ιστορία ξανά και ξανά. Η στήριξη ενός λαϊκού μετώπου όπου το ένα τμήμα του κεφαλαίου εναντιώνεται στο άλλο δεν αντιμετωπίζει τα κρίσιμα ιδεολογικά και υλικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η αριστερά σε όλο τον κόσμο, προκειμένου να είναι αποτελεσματική στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό-ιμπεριαλισμό, σε όλες τις μορφές διακυβέρνησής του. Οι υποστηρικτές της “διάσωσης της δημοκρατίας” ή της “κριτικής εμπλοκής στην πολιτική των εκλογών” υποστηρίζουν ότι είναι απαραίτητο να διατηρηθούν οι συνθήκες που επιτρέπουν στους ανθρώπους να καταπολεμήσουν την αδικία του καπιταλισμού. Ξανά και ξανά έχουμε δει ανθρώπους με αυτή την άποψη να καταβροχθίζονται από την καπιταλιστική ιδεολογία.

Στην ουσία το κάλεσμα για την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας υποστηρίζει τη συνεργασία με τμήματα της άρχουσας τάξης για τη διατήρηση προνομίων που απολαμβάνει σε μεγάλο βαθμό ένα πολύ μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού. Ο ισχυρισμός ότι ο στόχος είναι η εξάπλωση της δημοκρατίας σε όλο τον κόσμο συντονίζεται με τις διακηρυγμένες πολιτικές της δυτικής άρχουσας τάξης, ιδιαίτερα της φράξιας των ΗΠΑ, οι οποίες στην πράξη προσανατολίζονται στην επιβολή της συμμόρφωσης των χωρών του παγκόσμιου Νότου2 είτε με την ψήφο είτε με τη σφαίρα.

 

Η προσαρμοστικότητα του καπιταλισμού

 

Ο καπιταλισμός χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και συγκεκριμένα τη σχέση τους με τα μέσα παραγωγής. Οι πολιτικές δομές απορρέουν από αυτές τις οικονομικές σχέσεις και τις επιβάλλουν. Χωρίς σαφή κατανόηση αυτής της πραγματικότητας, θα είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι εκμεταλλευτικές και καταπιεστικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Αυτές οι σχέσεις είναι το καθοριστικό χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού ή εμπορευματικού τρόπου παραγωγής3 οι οποίες καθορίζουν την ίδια τη φύση της κοινωνίας.

 

Κατά τη διάρκεια τριών αιώνων δοκιμών και λαθών, μεταξύ του 1500 και του 1800, η τάξη των καπιταλιστών κατασκεύασε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που δομείται μέσω μιας ιεραρχίας εθνικών κρατών, το οποίο δημιουργήθηκε από τις αποικιακές αυτοκρατορίες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Αυτή η δομή διαμεσολαβεί στον τρόπο με τον οποίο η καπιταλιστική τάξη αποσπά την εργασία που παράγει εμπορεύματα από την κοινωνία και τους πόρους από τον πλανήτη για να εξυπηρετήσει τον στόχο της συσσώρευσης κέρδους, δηλαδή υπεραξίας.

 

Ο ιμπεριαλισμός (η παγκοσμιοποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων) κατάφερε να παγιδέψει τους εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο σε σχέσεις παραγωγής που ο Μαρξ περιέγραψε ως “μισθωτή δουλεία”. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων στον πλανήτη αναγκάζεται να πουλήσει την εργατική της δύναμη στην αγορά ή περιορίζεται στα όρια της επιβίωσης όταν δεν απαιτείται η εργατική της δύναμη. Μέσω οικονομικών χειραγωγήσεων (δάνεια/χρέος) και δωροδοκιών, είναι σε θέση να στρατολογήσει τοπικούς κομπιναδόρους στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής που θα χρησιμεύσουν ως πρόθυμοι σύμμαχοι, πληρωμένοι μπράβοι, για να επιβάλουν καθεστώτα φθηνής εργασίας και προσβάσεις σε φυσικούς πόρους για λογαριασμό του διεθνούς κεφαλαίου. Αυτοί οι μηχανισμοί υποστηρίζονται από στρατιωτικές επεμβάσεις, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.

 

Μπροστά στην οικονομική ή κοινωνική κρίση, ο καπιταλισμός έχει επιδείξει μια ορισμένη ικανότητα να αναπτύσσει νέες μορφές διασφάλισης της ροής του κέρδους. Για παράδειγμα, στον απόηχο του Δεύτερου Μεγάλου Διαϊμπεριαλιστικού Πολέμου, δηλαδή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν σε κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη και ηγήθηκαν της δημιουργίας παγκόσμιων θεσμών ελέγχου. Ο ΟΗΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και αργότερα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου δημιουργήθηκαν για να ρυθμίσουν τις οικονομικές και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών και να ελέγξουν την ανάπτυξη των αποικιακών και πρώην αποικιακών χωρών. Σε έναν κόσμο κατεστραμμένο και διαταραγμένο από τον ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο, αυτοί και άλλοι θεσμοί επέτρεψαν την εδραίωση μαζικής οικονομικής και πολιτικής δύναμης από λίγες χώρες, κυρίως τις ΗΠΑ, πάνω στους φυσικούς πόρους και την ανθρώπινη εργασία σε ολόκληρο τον πλανήτη. Επέτρεψαν την αναγκαστική λιτότητα στην εργατική τάξη και την ιδιωτικοποίηση των φυσικών πόρων. Στην πραγματικότητα αυτό σήμαινε την εξαθλίωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων.

 

Η δυναμική του κεφαλαίου καθιστά τις ψευδαισθήσεις της δημοκρατίας ακριβώς αυτό – ψευδαισθήσεις.

 

Ο καπιταλισμός έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται και να αλλάζει μορφές διακυβέρνησης, πάντα μέσα στα υπάρχοντα σταθερά πλαίσια των υλικών και οικονομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, το πιο θεμελιώδες από τα οποία είναι η ατέρμονη επιδίωξη για την πραγματοποίηση της υπεραξίας.

 

Η υπεραξία είναι αυτό που οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής κλέβουν από την εργασία της εργατικής τάξης. Είναι η διαφορά μεταξύ του καπιταλιστικού κόστους παραγωγής και της τιμής που μπορούν να εισπράξουν για αυτά τα εμπορεύματα. Το κόστος περιλαμβάνει την τιμή της εργασίας, την τιμή των πρώτων υλών καθώς και την τιμή της γης και το κόστος των φυσικών χώρων παραγωγής. Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η ίδια η εργασία μετατρέπεται σε εμπόρευμα, που αγοράζεται στην ελεύθερη αγορά στη φθηνότερη δυνατή τιμή. Το μεγαλύτερο μέρος της νέας αξίας που δημιουργείται από την εργασία το παίρνουν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών εκφράζεται με τη δυναμική που οδηγεί τόσο στην ανάγκη για παραγωγή με το χαμηλότερο δυνατό κόστος όσο και στη μονοπώληση για τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

 

Η ανταγωνιστική ανάγκη για μεγιστοποίηση του κέρδους εμφανίστηκε νωρίς την περίοδο των κατακτήσεων και του αποικισμού του κόσμου από τη Δυτική Ευρώπη, καθιερώνοντας μεθόδους για την εξόρυξη πρώτων υλών και την εκμετάλλευση της εργασίας- χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι μελλοντικές γενιές. Είναι αυτή που ώθησε το εμπόριο ανθρώπινου φορτίου από την Αφρική, την Ασία και την Αμερική για την παραγωγή διαθέσιμου χρήματος και άλλων εμπορευμάτων. Και είναι η ανταγωνιστική ανάγκη που ώθησε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης να μοιράσουν τον κόσμο και τους λαούς μεταξύ τους τον 19ο αιώνα και τον 20ό αιώνα, να διεξάγουν αρκετούς παγκόσμιους πολέμους για να διευθετήσουν τις διαμάχες σχετικά με το ποιος θα ελέγχει τα κρίσιμα εδάφη, τους φυσικούς πόρους, τις εμπορικές οδούς, τις δεξαμενές εργατικού δυναμικού και τις αγορές. Αυτή η επιδίωξη είναι που ανάγκασε την αστική τάξη να μετασχηματίσει τα συστήματα διακυβέρνησης του κόσμου τα τελευταία 500 και πλέον χρόνια, από το 1492 και μετά, ώστε να ταιριάζουν στα δικά της συμφέροντα μέσω των πρακτικών κατάκτησης, αποικιακής υποταγής και ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας.4 Αυτή η επιδίωξη για συσσώρευση και πραγμάτωση υπεραξίας (κέρδους) είναι το ζητούμενο του καπιταλισμού και επιβάλλεται λόγω του ατέρμονου ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλιστών και καπιταλιστικών χωρών. Η υποταγή της εργασίας και η κατάληψη και κλοπή της γης άλλων λαών απορρέει από την ίδια τη φύση του κεφαλαίου, το οποίο πρέπει να καταρρίψει όλα τα όρια για τη δική του επέκταση.

 

Το κεφάλαιο δεν είναι ένα απλό “πράγμα”. Βασικά αναφέρεται στη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Το χρήμα γίνεται κεφάλαιο όταν επενδύεται στην παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών για να ανταλλαχτεί με μια τιμή πάνω από το κόστος παραγωγής. Ο σκοπός της καπιταλιστικής παραγωγής και διανομής είναι η αύξηση του κεφαλαίου. Μέρος της υπεραξίας πρέπει να επανεπενδύεται σε περισσότερους φυσικούς πόρους και εργατική δύναμη.

Το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα παράγει άνιση ανάπτυξη τόσο στο εσωτερικό όσο και μεταξύ γεωγραφικών περιοχών και έναν σκόπιμα μη ισορροπημένο καταμερισμό εργασίας εντός των εθνικών κρατών, μεταξύ των εθνικών κρατών και μεταξύ των ηπειρωτικών περιοχών. Αυτό έχει οδηγήσει στη δημιουργία χωρών του πυρήνα ή ιμπεριαλιστικών χωρών, ημιπεριφερειακών χωρών και περιφερειακών χωρών και εγκαταλελειμμένων ζωνών. Στις χώρες του πυρήνα συγκεντρώνεται κυρίως η παραγωγή υψηλής ειδίκευσης και η παραγωγή κεφαλαίου, ενώ οι ημιπεριφερειακές, περιφερειακές και οι εγκαταλελειμμένες ζώνες είναι οι τόποι εξόρυξης πρώτων υλών, χαμηλής ειδίκευσης, εντατικοποιημένης εργασίας και παραγωγής τοξικών αποβλήτων. Προκειμένου να εξασφαλίσει τα αποθέματα χαμηλόμισθων εργατών και φθηνών πόρων, το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα παράγει διαφορετικούς τύπους συστημάτων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν τη μέγιστη συμμόρφωση για τον χαοτικό, αναρχικό τρόπο παραγωγής που είναι ο καπιταλισμός.

 

Η μορφή διακυβέρνησης που κυριαρχεί στις χώρες του πυρήνα του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, και η οποία σήμερα είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της αριστεράς, είναι η αστική δημοκρατία. Η αστική δημοκρατία διαφέρει βαθύτατα από άλλες παραλλαγές της δημοκρατίας που απαντώνται σε αυτόχθονες και μικρής κλίμακας κοινωνίες στο ότι βασίζεται στην κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης μέσω του εργαλείου του κράτους, το οποίο έχει σχεδιαστεί για να προστατεύει τη λεγόμενη “ιερότητα” της ατομικής ιδιοκτησίας, να εγκλωβίζει και να εμπορευματοποιεί τα κοινά αγαθά (τους φυσικούς πόρους της γης) και να ρυθμίζει και να περιορίζει την κυκλοφορία των δημόσιων αγαθών. Αυτή η “προστασία” κωδικοποιείται από νομικά πλαίσια που έχουν σχεδιαστεί για να περιορίζουν το τι μπορεί να συζητήσει και να αποφασίσει η κοινωνία στο σύνολό της, διαχωρίζοντας τις οικονομικές διαβουλεύσεις από τις κοινωνικές ή πολιτικές διαβουλεύσεις. Οι οικονομικές αποφάσεις περιορίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, που καθορίζεται από την αγορά. Δεδομένου ότι η ιδιοκτησία θεωρείται ιερή, οι οικονομικές δραστηριότητες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μόνο από ιδιώτες, δηλαδή πωλητές και αγοραστές, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτών και των εργαζομένων, οι οποίοι θεωρούνται “ίσοι ενώπιον του νόμου”. Αυτή η απατηλή ισότητα κατοχυρώνεται στις αστικές δημοκρατίες.

 

Όσοι ισχυρίζονται ότι η εποχή της αστικής δημοκρατίας φτάνει στο τέλος της, υποθέτουν ότι η αστική δημοκρατία αποτελεί παγκόσμιο κανόνα. Στην πραγματικότητα, η αστική δημοκρατία είναι ένα πολυτελές χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, το οποίο προορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στους βασικούς τομείς του συστήματος, δηλαδή τα ιμπεριαλιστικά εθνικά κράτη της Δυτικής Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής, της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας (με λίγες άλλες εξαιρέσεις). Αυτή η κοινωνική μορφή είναι παρασιτική. Είναι υποπροϊόν του πλεονάζοντος πλούτου που οι ζώνες του πυρήνα αποσπούν από τις περιφερειακές περιοχές του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος μέσω της αποικιοκρατικής και αυτοκρατορικής υποταγής, της απαλλοτρίωσης των πόρων και των διαδεδομένων πρακτικών υπερεκμετάλλευσης των πηγών εργασίας του παγκόσμιου Νότου.

 

Ιστορικά, προκειμένου να αποτρέψουν την εξάπλωση της επανάστασης στις χώρες του πυρήνα μετά τη Γαλλική (1789-1799) και την Αϊτινή (1791-1804) Επανάσταση, οι δυνάμεις της άρχουσας τάξης αυτών των κοινωνιών έχουν από τότε τελειοποιήσει μια σειρά μεθόδων για την εξαγορά κρίσιμων τμημάτων της εργατικής και της μικροαστικής τάξης και για την διαίρεση ή/και να πειθάρχηση άλλων τμημάτων της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων.

 

Παραχωρήσεις στον απόηχο των επαναστάσεων

 

Σε αντίθεση με την λαθεμένα αποκαλούμενη “επανάσταση” των 13 βρετανικών αποικιών της Βόρειας Αμερικής, η οποία ήταν κατά βάση μια διαμάχη μεταξύ διασπασμένων και ανταγωνιστικών αστικών δυνάμεων για τα λάφυρα των αποικιών και τη δουλοκτησία,5 η Γαλλική και η Αϊτινή επανάσταση είχαν σαφές και αδιαμφισβήτητο ταξικό, αντιαποικιοκρατικό και αντιρατσιστικό περιεχόμενο. Η Γαλλική Επανάσταση, καθοδηγούμενη από την αναδυόμενη αστική τάξη, επιτέθηκε στην εξουσία της φεουδαρχικής μοναρχίας και ύψωσε εκείνο το σύνθημα που πέρασε σε όλο τον κόσμο: “ελευθερία, αδελφοσύνη και ισότητα”. Η Επανάσταση της Αϊτής, η πρώτη πραγματική πρόκληση για τις ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες των εποίκων, ήταν μια εξέγερση των υπόδουλων Αφρικανών που έδιωξε τους Γάλλους αποικιοκράτες. Υπονόμευσε επίσης το καπιταλιστικό σύστημα της δουλοκτησίας και αποδυνάμωσε προσωρινά τις Ισπανικές, Βρετανικές και Αμερικανικές αποικιακές ορμές. Δημιούργησε ένα καταφύγιο για επαναστάτες από όλο τον κόσμο και ενεργοποίησε αστούς αντιαποικιακούς επαναστάτες όπως ο Σιμόν Μπολίβαρ στη Λατινική Αμερική. Και οι δύο επαναστάσεις ενέπνευσαν εκατομμύρια προλετάριους, αγρότες και σκλαβωμένους σε όλη την Ευρώπη και τις αποικιακές κτήσεις και ζώνες επιρροής της. Εκτός από πηγές έμπνευσης, αυτές οι επαναστάσεις παρείχαν ζωντανά παραδείγματα που υιοθετήθηκαν από επαναστάτες σε ολόκληρη την Αμερική, οδηγώντας στην ανεξαρτησία πολλών λατινοαμερικανικών εθνών μεταξύ 1811 και 1826.

 

Η αστική κοινωνία είναι το προϊόν των κοινωνικών πρακτικών που επιτρέπουν την κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης. Είναι μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης που εξελίχθηκε μέσα από τους ταξικούς αγώνες στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ του 14ου και του 17ου αιώνα. Επιβλήθηκε με τη βία στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου μέσω του ευρωπαϊκού αποικισμού και της αυτοκρατορικής κυριαρχίας μεταξύ του 15ου και του 19ου αιώνα. Η αστική τάξη τελειοποίησε σταδιακά αυτό το σύστημα, το οποίο σχεδίασε με σκοπό να διαιωνίσει την κυριαρχία της δημιουργώντας διαδικασίες για την κατασκευή συναίνεσης για την κυριαρχία του κεφαλαίου στην κοινωνία, παρέχοντας στα υποκείμενα της κυριαρχίας του, δηλαδή στις εργατικές, λούμπεν και αγροτικές τάξεις, ένα περιορισμένο φάσμα καταναλωτικών και πολιτικών επιλογών οι οποίες περιορίζουν την κοινωνική δραστηριότητα κυρίως στη διασφάλιση του καθορισμένου αριθμού πολιτικών δικαιωμάτων και ατομικών ελευθεριών που μπορεί να ανεχθεί το αστικό σύστημα.

 

Μία από τις βασικές μεθόδους εξαγοράς που τελειοποίησε η αστική τάξη μετά τις επαναστάσεις του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα ήταν η παραχώρηση του “δικαιώματος ψήφου” σε ορισμένα μέλη της κοινωνίας, δηλαδή σε ενήλικες λευκούς άνδρες στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η αστική τάξη δεν παραχώρησε αυτό το δικαίωμα από την καλοσύνη της καρδιάς της, αλλά για να καταπνίξει τις μαζικές εκρήξεις της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων λαών, όπως συνέβη για παράδειγμα, στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1820 και στην κεντρική Ευρώπη στις δεκαετίες του 1840 και 1850. Αυτή η διαδικασία παραχωρήσεων ως απάντηση στις αναταραχές συνεχίστηκε μέχρι και τον 20ό αιώνα, συμπεριλαμβανομένης της παραχώρησης εθνικής ανεξαρτησίας στο μεγαλύτερο μέρος του πρώην αποικιοκρατούμενου κόσμου μέχρι το 1994.6 Αυτό το δικαίωμα δεν παραχωρήθηκε στις εργατικές τάξεις για να επιτρέψει οποιαδήποτε θεμελιώδη μετατόπιση των σχέσεων εξουσίας ή να αλλάξει τις θεμελιώδεις σχέσεις παραγωγής, αλλά για να επιστρατεύσει τμήματα της κοινωνίας στην “ειρηνική” και τάχα διαπραγματευτική διαχείριση των αντιφάσεων αυτών των κοινωνιών. Ιδιαίτερα στόχευαν σε εκείνα τα τμήματα της εργατικής τάξης που μπορούσαν να δωροδοκηθούν ή να κατευναστούν και στα διεφθαρμένα στοιχεία των καταπιεσμένων λαών και εθνών που περιλαμβάνονταν σε αυτές τις κοινωνικές τάξεις. Η παροχή του δικαιώματος ψήφου υπήρξε το κλειδί για την οικοδόμηση της ηγεμονικής συναίνεσης σε αυτές τις κοινωνίες, καλλιεργώντας βαθιές αυταπάτες για την αποτελεσματικότητα της εκλογικής πολιτικής και της αστικής δημοκρατίας συνολικά.

 

Αυτό που δεν επιτρέπει το δικαίωμα ψήφου στις αστικές κοινωνίες είναι η αλλαγή του θεμελιώδους DNA του καπιταλιστικού συστήματος – δηλαδή της ατομικής ιδιοκτησίας, της μισθωτής εργασίας, της εμπορευματικής παραγωγής και της ανταλλαγής στην αγορά. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που οι ψηφοφόροι έχουν καταφέρει να κάνουν σε ορισμένες περιορισμένες περιπτώσεις είναι να περιορίσουν ορισμένες διαστάσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, συνήθως με τη μορφή του περιορισμού των ωρών εργασίας, της αύξησης των μισθών, της βελτίωσης των συνθηκών εργασίας, της αύξησης της φορολογίας των επιχειρήσεων, της φορολογίας του πλούτου και της αναδιανομής τμημάτων του κοινωνικού πλεονάσματος στους ανθρώπους της εργατικής τάξης.

 

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν είναι όλες οι αστικές ή καπιταλιστικές κοινωνίες δημοκρατίες. Στην πραγματικότητα, η συντριπτική πλειοψηφία των εθνικών κρατών που δομούν τον αστικό κόσμο δεν είναι. Η πλειονότητα των εθνικών κρατών είναι απομεινάρια της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, με την πλειονότητα να κυβερνάται είτε από τους εποίκους-αποικιοκράτες απογόνους αυτών των ευρωπαϊκών αποικιοκρατικών εγχειρημάτων είτε από ντόπιες αστικές ελίτ που σφυρηλατήθηκαν και διαμορφώθηκαν από αυτά τα εγχειρήματα. Οι μορφές διακυβέρνησης που κυριαρχούν στις περισσότερες αυτές κοινωνίες είναι δικτατορίες, ολιγαρχίες, απολυταρχίες, θεοκρατίες και μοναρχίες. Όλες τους εξυπηρετούν τις ανάγκες του καπιταλισμού και οι περισσότερες από αυτές είναι μια κόλαση για το μεγαλύτερο μέρος των 400 ετών στο δυτικό ημισφαίριο και των 250 ετών στην Αφρική, την Ασία και την Ωκεανία. Ο φασισμός που τόσο πολλοί στον δυτικό κόσμο φοβούνται τώρα, υπήρξε ο κανόνας για τη συντριπτική πλειοψηφία των αυτόχθονων λαών του κόσμου, την αγροτιά και το προλεταριάτο στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου. Δεδομένης αυτής της πραγματικότητας, η εμμονή στην υπεράσπιση των “κεκτημένων” του περιορισμένου αριθμού αστικών δημοκρατιών χάνει σοβαρά το στόχο. Ο εστιασμός αυτός παραμελεί να ασχοληθεί με τις συνθήκες που αντιμετωπίζει η συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ούτε μας δείχνει προς την κατεύθυνση του πώς να σφυρηλατήσουμε την προλεταριακή ενότητα σε παγκόσμια κλίμακα που απαιτείται για να μπορέσει η εργατική τάξη να χειραφετηθεί από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς. Αυτό ισχύει ακόμη πιο εμφατικά καθώς η καπιταλιστική παραγωγή και η εντατικοποιημένη εκμετάλλευση της εργασίας μετατοπίζεται στις χώρες του “Παγκόσμιου Νότου”. Η εμμονή με την υπεράσπιση των “δημοκρατικών δικαιωμάτων” συσκοτίζει την παρασιτική φύση του ιμπεριαλισμού και το τίμημα που πληρώνει η διεθνής εργατική τάξη για “δικαιώματα” που ωφελούν κάποιες δημογραφικές ομάδες σχετικά λίγων χωρών.

 

Πηγάζοντας από τα ίδια λανθασμένα επιχειρήματα ότι η πόρτα της αστικής δημοκρατίας κλείνει, πολλές αριστερές δυνάμεις υποθέτουν ότι οι σχέσεις που είναι ενσωματωμένες στη νεοφιλελεύθερη παραλλαγή του καπιταλισμού διαβρώνονται και εκφυλίζονται σε κάτι ακόμη πιο καταπιεστικό και εκμεταλλευτικό. Το μέτρο που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση αυτή είναι το πρότυπο υλικών απολλαβών που βιώνουν τμήματα της εργατικής τάξης που κατοικούν στα ιμπεριαλιστικά εθνικά κράτη. Αναμφίβολα, το βιοτικό επίπεδο και οι μισθοί των εργαζομένων στις περισσότερες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) μειώνονται σταθερά από τη δεκαετία του 1980.7 Ωστόσο, ακόμη και αυτά τα μειωμένα πρότυπα εξακολουθούν να είναι ασύγκριτα υψηλότερα από εκείνα των εργαζομένων στον τρίτο ή αναπτυσσόμενο κόσμο συνολικά. Αντί να εξετάζουμε στενά τα πρότυπα για τη μειοψηφία των εργαζομένων που βρίσκονται εντός των ιμπεριαλιστικών κεντρικών ζωνών, θα πρέπει να εξετάζουμε και να αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις και τα πρότυπα που επηρεάζουν την εργατική τάξη στο σύνολό της, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται όλο και περισσότερο στον παγκόσμιο Νότο. Όταν το βλέπουμε μέσα από αυτό το πρίσμα, γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι οι στρατηγικές επιβολές που το κεφάλαιο εξαπέλυσε στους εργαζόμενους στους ιμπεριαλιστικούς πυρήνες για την “ισοσκέλιση των προϋπολογισμών”, την  αποκατάσταση στα κέρδη κ.λπ., ήταν στην πραγματικότητα μια προσπάθεια μείωσης των συνθηκών για όλους τους εργαζόμενους στο στατιστικό μέσο όρο του “τρίτου κόσμου”. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν και είναι η απάντηση του κεφαλαίου στην οικονομική κρίση που καθήλωσε το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1960, τη δεκαετία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν απέκτησε κυριαρχία έναντι του κεϋνσιανού ή του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου συσσώρευσης του κεφαλαίου παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μετά το σοκ Volcker που υπέστηκαν οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές και τις επιθετικές πολιτικές επιβολές της συμμαχίας Ρίγκαν-Τάτσερ που επιβλήθηκαν πρώτα στις αντίστοιχες χώρες τους και στη συνέχεια σε όλους τους θεσμούς της διεθνούς οικονομικής ρύθμισης του Bretton Woods – δηλαδή στην Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Για τα έθνη και τους λαούς του παγκόσμιου Νότου, η εισαγωγή του νεοφιλελευθερισμού ως “νέας” στρατηγικής συσσώρευσης απλώς επιδείνωσε τις ήδη θλιβερές τους συνθήκες.

 

Οι περιορισμοί του καπιταλισμού

 

Γεγονός είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται σε βαθιά συστημική κρίση, και μάλιστα από τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το σύστημα καταρρέει κάτω από το βάρος των ίδιων του των αντιφάσεων. Ακολουθούν τέσσερις από τις συστημικές αντιφάσεις που προκαλούν αυτό το ρήγμα:

 

  • Η πτώση του ποσοστού κέρδους

Ο Μαρξ κατέδειξε ότι καθώς η καπιταλιστική παραγωγή αναπτύσσεται και εξελίσσεται, ο ανταγωνισμός και η ανάγκη εξασφάλισης μεγαλύτερης παραγωγικότητας από τους εργάτες οδηγεί στην υιοθέτηση πιο παραγωγικών για την εξοικονόμηση εργασίας τεχνολογιών και τεχνικών οι οποίες αντικαθιστούν τους εργάτες με μηχανές. Όταν εισάγονται τεχνικές εξοικονόμησης εργασίας, περισσότερο από κάθε ένα δολάριο κεφαλαίου που δαπανάται στην παραγωγή επενδύεται σε μηχανήματα και άλλα εργαλεία παραγωγής, ενώ λιγότερο χρησιμοποιείται για την πρόσληψη εργατών. Αλλά η αύξηση της παραγωγικότητας δεν σημαίνει δημιουργία νέας αξίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ είναι η ζωντανή εργασία των εργαζομένων που προσθέτει όλη την αξία στα εμπορεύματα (είτε πρόκειται για αγαθά είτε για υπηρεσίες) και η ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος στην αγορά καθορίζεται από τον κοινωνικά αναγκαίο (μέσο όρο) χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του. Κάθε μέση ώρα εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος αποδίδει το ίδιο ποσό αξίας, ανεξάρτητα από τις όποιες διακυμάνσεις της παραγωγικότητας λόγω τεχνολογικών εξελίξεων.

 

Δεδομένου ότι η τεχνολογική καινοτομία μειώνει τον κοινωνικά αναγκαίο (μέσο) απαιτούμενο χρόνο εργασίας, μειώνει την αξία του αγαθού. Η ίδια ποσότητα αξίας κατανέμεται σε περισσότερα μέρη, οπότε η αύξηση της παραγωγικότητας προκαλεί μείωση των αξιών των επιμέρους μερών. Καθώς τα πράγματα μπορούν να παραχθούν φθηνότερα, και επειδή μπορούν να παραχθούν φθηνότερα, οι τιμές τους τείνουν να μειώνονται. Λόγω του ανταγωνισμού, οι εταιρείες πρέπει να μειώσουν τις τιμές τους όταν το κόστος παραγωγής μειώνεται. Εάν δεν το κάνουν, κινδυνεύουν με σημαντική απώλεια μεριδίου αγοράς ή ακόμη και με χρεοκοπία, εάν οι  ανταγωνιστές τους μειώνουν τις τιμές τους ως απάντηση στη μείωση του κόστους παραγωγής. Ως αποτέλεσμα, το ποσό της υπεραξίας (κέρδος) που δημιουργείται ανά δολάριο επενδεδυμένου κεφαλαίου αναγκαστικά μειώνεται επίσης. Η πραγματικότητα είναι ότι οι αυξήσεις της παραγωγικότητας στον καπιταλισμό παράγουν μια τάση μείωσης του γενικού ποσοστού κέρδους.

 

Από τη δεκαετία του 1960 και πιο έντονα από τη δεκαετία του 1990, έχουμε γίνει μάρτυρες της σταθερής ενσωμάτωσης της αυτοματοποίησης, της μηχανοργάνωσης και της ψηφιοποίησης στη διαδικασία παραγωγής εμπορευμάτων από το κεφάλαιο. Η μαζική εισαγωγή της εμπορευματοκιβωτιοποίησης, της παραγωγής με αριθμητικό έλεγχο υπολογιστή (CNC) και της ψηφιοποίησης έχουν εκτοπίσει εκατομμύρια εργαζόμενους από την παγκόσμια αγορά εργασίας. Με την εισαγωγή του διαδικτύου και της τεχνολογίας των κινητών τηλεφώνων κ.λπ. δεν έχει απομείνει σχεδόν κανένας άνθρωπος στη Γη που να μην επηρεάζεται άμεσα από αυτή την ταχεία τεχνολογική αλλαγή.

 

Η ικανότητα όμως του κεφαλαίου να αναπαράγεται και να επεκτείνεται εξαρτάται από τη συσσώρευση υπεραξίας, ένα μέρος της οποίας πρέπει να επανεπενδύεται στα μέσα παραγωγής και στην εργασία. Σε πιο σταθερές περιόδους συσσώρευσης κεφαλαίου, η κρίση πραγματοποίησης κερδών που είναι ενδημική στον καπιταλισμό μετριάζεται. Αλλά η γενική τάση μείωσης του ποσοστού κέρδους ή της συσσώρευσης υπεραξίας, επιβάλλει τις προσπάθειες να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ του αναγκαίου και του πραγματικού ποσοστού κέρδους με ακραία μέτρα. Μερικά από τα ακραία μέτρα που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο για να αναπαραχθεί περιλαμβάνουν την ανάπτυξη φαύλων στρατηγικών κοινωνικού ελέγχου, όπως ο νεοφιλελευθερισμός, που απαιτεί λιτότητα και ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών αγαθών, ή ο φασισμός που απαιτεί πολιτική τρομοκρατία. Και οι δύο αυτές στρατηγικές έχουν σχεδιαστεί για να πειθαρχήσουν την εργασία και να την κάνουν πιο πειθήνια, να μειώσουν τους μισθούς και να επιτρέψουν τη λεηλασία των φυσικών πόρων πιο εντατικά και αποτελεσματικά, προκειμένου να αποκατασταθεί η κερδοφορία.

 

  • Περιορισμοί επέκτασης και υποκατανάλωση

Όπως επισημαίνει ο Μαρξ “μια κοινωνία δεν μπορεί να πάψει να παράγει, όπως δεν μπορεί να πάψει να καταναλώνει. Όταν, επομένως, αντιμετωπίστεί ως ένα συνδεδεμένο σύνολο και ως μια ροή αδιάκοπης ανανέωσης, κάθε κοινωνική παραγωγική διαδικασία είναι, ταυτόχρονα, μια διαδικασία αναπαραγωγής”. Η καπιταλιστική παραγωγή τροφοδοτείται από τα κέρδη που προέρχονται από προηγούμενους κύκλους παραγωγής και από χρήματα που χορηγούνται από τις τράπεζες και άλλα ιδρύματα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δηλαδή από δάνεια που πρέπει να αποπληρωθούν με τόκο. Ο ανταγωνισμός και το χρέος είναι παράγοντες που εξηγούν γιατί ο καπιταλισμός απαιτεί συνεχή ανάπτυξη για να επιβιώσει. Η επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης του κεφαλαίου απαιτεί επίσης συνεχή, απρόσκοπτη πρόσβαση στη γη και τους φυσικούς πόρους. Η εξόρυξη, η συγκομιδή ξυλείας, η άντληση υδροφορέων τα φράγματα των ποταμών κ.λπ. είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή, όπως ζωτικής σημασία είναι η γη για τη γεωργική, βιοτεχνική ή βιομηχανική παραγωγή.

 

Η ανθρώπινη εργασία είναι το μετασχηματιστικό στοιχείο αυτής της διαδικασίας, είτε πρόκειται για την εξόρυξη πόρων από τη γη είτε για τη μετατροπή αυτών των πόρων και υλικών σε τελικά προϊόντα που μπορούν να πωληθούν ως εμπορεύματα. Η παραγωγή εμπορευμάτων απαιτεί την εκμετάλλευση της κοινωνικής εργασίας, δηλαδή της εργασίας ή της εργασίας ομάδων ανθρώπων. Η εκμετάλλευση ξεκινά με τον εξαναγκασμό τμημάτων της κοινωνίας σε σχέσεις που απαιτούν την μισθωτή εργασία για επιβίωση, και την απομάκρυνσή τους από τις ενσώματες σχέσεις με την φύση και τις κοινωνικές ομάδες οι οποίες με ρόλους αμοιβαίας ανταλλαγής εξασφαλίζουν τις ατομικές ανάγκες. Μόλις οι άνθρωποι εισέλθουν σε σχέσεις μισθωτής εργασίας, η εκμετάλλευσή τους εντείνεται λόγω της υποτίμησης της εργατικής δύναμης και της εργασιακής παραγωγής από τους εργοδότες τους, οι οποίοι πωλούν τα τελικά προϊόντα που παράγουν οι εργαζόμενοι για περισσότερα από όσα τους αποζημιώνουν. Επίσης, οι εργαζόμενοι που πωλούν την εργατική τους δύναμη έναντι μισθού αποκόπτονται ή αποξενώνονται από τα προϊόντα που παράγουν. Πρέπει να πάνε στην αγορά και να αγοράσουν με το μισθό τους αυτό που, ως σώμα εργαζομένων, έχουν παράγει.

Ο Μαρξ περιέγραψε αυτή την πραγματικότητα τον 19ο αιώνα. Μίλησε επίσης για τον ουσιαστικό ρόλο που έπαιξε η κλοπή της γης των ιθαγενών πληθυσμών και η υποδούλωση των Αφρικανών στην ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας και για τα εκατομμύρια ουσιαστικά απλήρωτων εργατών οι οποίοι στην πραγματικότητα στήριξαν και επέτρεψαν τη βιομηχανική επανάσταση.

 

Στα τέλη του 20ού και τον 21ο αιώνα η καπιταλιστική παραγωγή (και αναπαραγωγή) παγκοσμιοποιήθηκε, με γνώμονα τον ανταγωνισμό για αγορές, την γη, τους φυσικούς πόρους και για ολοένα φθηνότερη εργασία. Επιταχύνοντας τη διαδικασία στη δεκαετία του 1970, οι ΗΠΑ και άλλες δυτικές χώρες μετέφεραν όλο και περισσότερο την παραγωγή σε πρώην αποικιοκρατούμενες χώρες στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Η παγκοσμιοποίηση της εργασίας προσχώρησε στην τεχνολογική καινοτομία ως μέσο για τη μείωση του κόστους εργασίας.

Για να λειτουργήσουν όμως οι αγορές εμπορευμάτων, πρέπει να υπάρχουν αρκετοί καταναλωτές με επαρκές διαθέσιμο εισόδημα (μετρητά ή πίστωση) για να αγοράσουν τα αγαθά. Και εδώ είναι το πρόβλημα. Ενώ ο αριθμός των ανθρώπων στον πλανήτη αυξάνεται σταθερά, δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι με επαρκές εισόδημα για να αγοράσουν την τεράστια ποικιλία εμπορευμάτων που παράγει σήμερα το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 η Κίνα επανεντάχθηκε πλήρως στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα, μαζί με τα έθνη της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και του ανατολικοευρωπαϊκού μπλοκ.

 

Με εξαίρεση την Κίνα, όλες αυτές οι χώρες επανεντάχθηκαν στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα με τεράστια χρέη. Αυτά τα χρέη χρησιμοποιήθηκαν για να επιβληθούν χαμηλοί (δηλαδή, φτώχεια) μισθοί και άλλες μορφές λιτότητας στους ανθρώπους, οι οποίες μείωσαν την πραγματική αγοραστική τους δύναμη και την ικανότητά τους να καταναλώνουν.

 

Ταυτόχρονα, η προσπάθεια για το άνοιγμα νέων αγορών περιορίζεται από την πολιτική δυναμική του ανταγωνισμού μεταξύ καπιταλιστών, κρατών και μη κρατικών φορέων που διεκδικούν τον μονοπωλιακό έλεγχο των πολύτιμων και ταχέως μειούμενων φυσικών πόρων της Γης. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο δεύτερος ιμπεριαλιστικός αγώνας μεταξύ των ΗΠΑ και των συμμάχων της με την Κίνα για τον έλεγχο των πόρων της Αφρικής (φυσικών και ανθρώπινων). Αυτός ο αγώνας εκδηλώνεται με έντονο ανταγωνισμό για επενδυτικές ευκαιρίες. Η Κίνα έχει την πρωτοβουλία “Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος” (ο νέος “Δρόμος του Μεταξιού”), ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι της βασίζονται σε ιδιωτικές επενδύσεις, στην Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Επίσης, μέρος του ανταγωνισμού είναι η αρπαγή γης από χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, οι χώρες του Κόλπου, η Κίνα, η Ινδία ή η Νότια Κορέα για την καλλιέργεια τροφίμων τα οποία εξάγονται στις αγορές των χωρών τους αλλά και η κατάληψη γης για πρωτοφανή στρατιωτική ανάπτυξη όπως η AFRICOM των ΗΠΑ. Αποτέλεσμα του ανταγωνισμού είναι οι πολυάριθμες ένοπλες συγκρούσεις που μαίνονται σε όλη την ήπειρο. Όλοι αυτοί οι ανταγωνιστικοί παράγοντες εμποδίζουν την ικανότητα του κεφαλαίου να διεισδύσει, να επεκταθεί και να επιτύχει ικανή απόδοση επενδύσεων σε αυτές τις περιοχές, περιορίζοντας συνεπακόλουθα την ικανότητά του να αναπαραχθεί. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 δεν υπάρχουν σχεδόν πια εδάφη και λαοί στη Γη που να μην είναι άμεσα ή έμμεσα παγιδευμένοι από το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα (συμπεριλαμβανομένων χωρών όπως η Βόρεια Κορέα, η Κούβα, το Βιετνάμ κ.λπ.). Με αυτή την έννοια, το καπιταλιστικό σύστημα έχει φτάσει στο όριο της γήινης γεωγραφικής του επέκτασης.

 

  • Η αφαίμαξη του κύκλου “κεφάλαιο-εμπόρευμα-κεφάλαιο”

Η ολοένα και πιο περιορισμένη ικανότητα του κεφαλαίου να αναπαράγει τον εαυτό του έχει ενταθεί μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008. Μετά το κραχ οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο επέβαλαν αυστηρά μέτρα λιτότητας στην εργατική τάξη για να αντισταθμίσουν τα χρέη που δημιουργήθηκαν στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι επιχειρήσεις κατέφυγαν σε τεράστιο αριθμό απολύσεων και ελάττωση μισθών. Το αποτέλεσμα ήταν μια μαζική πτώση της παγκόσμιας καταναλωτικής ζήτησης, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη.

 

Η κατανάλωση απαιτείται για την πραγματοποίηση του κέρδους που δημιουργείται από την εργασία στα παραγόμενα εμπορεύματα. Ενώ η κατανάλωση υπολειπόταν δραστικά μετά το χρηματοπιστωτικό κραχ, οι κεντρικές τράπεζες των χωρών της G7 μαζί με την ΕΕ έριξαν δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως μέσω της ποσοτικής χαλάρωσης (δηλαδή της εκτύπωσης χρήματος) και των άτοκων δανείων, στις χρηματοπιστωτικές αγορές και στις πολυεθνικές εταιρείες, τις οποίες θεωρούσαν στρατηγικής σημασίας, στην προσπάθεια να στηρίξουν και να σταθεροποιήσουν την παγκόσμια οικονομία και τους ρόλους των εθνικών τους οικονομιών μέσα σε αυτήν.

 

Οι εκφρασμένη προσδοκία των κεντρικών τραπεζών και των κεντρικών κυβερνήσεων ήταν ότι όλη αυτή η ρευστότητα θα επανεπενδυόταν σε νέες παραγωγικές εγκαταστάσεις και αναπτυξιακά έργα από τους εταιρικούς αποδέκτες. Ωστόσο, εν μέρει λόγω της χαμηλής καταναλωτικής ζήτησης, οι εταιρείες επένδυσαν αυτά τα κεφάλαια σε μαζικά προγράμματα επαναγοράς μετοχών για να στηρίξουν την οικονομική αξία των εταιρειών τους. Αυτή η πρακτική έχει δημιουργήσει υψηλά ρεκόρ στις αγορές μετοχών και ομολόγων, τα οποία είναι αποκομμένα από τα άμεσα κέρδη αυτών των εταιρειών και τη συνολική κίνηση της “πραγματικής” οικονομίας που έχει τις ρίζες της στην παραγωγή και κατανάλωση υλικών αγαθών και υπηρεσιών. Στην πραγματικότητα, οι δυνάμεις του χρηματιστικού κεφαλαίου εξαλείφουν τον κύκλο “κεφάλαιο-εμπόρευμα-κεφάλαιο” και τον μειώνουν σε κύκλο “κεφάλαιο-κεφάλαιο”.

 

Η δυναμική της χρόνιας υποκατανάλωσης και της μεγάλης χρηματο-οικονομικοποίησης, μέσω του νέου κύκλου συσσώρευσης “κεφάλαιο-κεφάλαιο”, επιδεινώθηκε από τη βαθιά συρρίκνωση της παγκόσμιας οικονομίας που προήλθε από την πανδημία SARS COVID-19. Αυτή η δυναμική δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ, κάτι που είναι εντελώς ξεκάθαρο σε όλες τις κυβερνήσεις του κόσμου και τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες.

 

  • Περιβαλλοντικά όρια

Ωστόσο, η πιο κρίσιμη απειλή για το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα είναι η οικολογική. Το καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορεί να αναπαραχθεί επ’ αόριστον λειτουργώντας μέσα στους μεταβολικούς περιορισμούς της βιόσφαιρας και συνεπακόλουθα, εξαντλεί ραγδαία τους φυσικούς πόρους του πλανήτη. Δεν μπορεί κάτι να έχει άπειρη ανάπτυξη σε έναν πλανήτη με πεπερασμένους πόρους. Η υπέρβαση των οικολογικών ορίων του πλανήτη μας απειλεί όλη την πολύπλοκη ζωή στη Γη με εξαφάνιση. Τελεία και παύλα.

 

Για να ξεπεραστούν αυτοί οι περιορισμοί, πολλά από τα κράτη της κεντρικής ζώνης ή/και τα ιμπεριαλιστικά έθνη του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, καθώς και ένας αυξανόμενος αριθμός πολυεθνικών εταιρικών οντοτήτων, επενδύουν σημαντικά στην ανάπτυξη προγραμμάτων εξόρυξης του διαστήματος. Αυτό είναι το βασικό ζητούμενο της κούρσας των “δισεκατομμυριούχων στο διάστημα” και ο λόγος για τον οποίο η NASA είναι απασχολημένη με την προσπάθεια να καθιερώσει ιδιοκτησιακά ή εμπορευματικά δικαιώματα στο φεγγάρι.8 Παρά τις τεχνολογικές ανακαλύψεις των τελευταίων 50 ετών που θα μπορούσαν να καταστήσουν κάτι τέτοιο εφικτό, η εκμετάλλευση εξωγήινων ορυκτών και άλλων πόρων περιορίζεται από το απαγορευτικό κόστος που συνδέεται με την εκμετάλλευση ή τον αποικισμό του φεγγαριού ή άλλων σωμάτων εντός του ηλιακού μας συστήματος. Όσο τραβηγμένο κι αν φαίνεται αυτό αυτή τη στιγμή, υπογραμμίζει την αδιάκοπη προσπάθεια της καπιταλιστικής παραγωγής να υπερβεί τα εμπόδια στη συνεχή επέκτασή της.

 

Για να ξεπεράσει τους γεωγραφικούς ή εξωτερικούς περιορισμούς του, το καπιταλιστικό σύστημα έχει επικεντρωθεί όλο και περισσότερο στην εσωτερική επέκταση, δηλαδή στους μικροκόσμους του μοριακού, του βιολογικού και του ψηφιακού κόσμου. Οι τεχνολογικές παρατάξεις του κεφαλαίου γίνονται ταχύτατα αποτελεσματικές και ικανές στη χειραγώγηση γονιδίων, στην ανάπτυξη αλγορίθμων πρόβλεψης, στην εξόρυξη δεδομένων και στη σήμανση στόχων. Οι πρακτικές αυτές μετασχηματίζουν όλο και περισσότερο τα ίδια τα μέσα ανταλλαγής, κοινωνικής αλληλεπίδρασης και παραγωγής και ενισχύουν σημαντικά την επιδίωξη του κεφαλαίου για μονοπώληση, αντικαθιστώντας τις αγορές με μονοπωλιακές πλατφόρμες που στην πραγματικότητα “ιδιοποιούνται” την αγορά”. Αυτές οι πλατφόρμες έχουν γίνει οι νέοι τόποι υλοποίησης του κεφαλαίου μέσω των πρακτικών εξόρυξης δεδομένων που χρησιμοποιούν και οι οποίες μεταβάλλουν τις σχέσεις στη διαχείριση της εργασίας, ιδιαίτερα μετά την έλευση της παγκόσμιας πανδημίας COVID-19. Οι μαζικές βάρδιες “εργασίας από το σπίτι” μειώνουν τα γενικά έξοδα των γραφείων, αλλά ενισχύουν επίσης την αξία των δεδομένων ως εργαλείο για τον καλύτερο έλεγχο των αγορών και της εργασίας και την απόσπαση περισσότερης εργασίας από λιγότερους εργαζόμενους. Οι συνέπειες ρίχνουν φως στα μαζικά προγράμματα αγοράς εταιρικών μετοχών και στα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης των κεντρικών τραπεζών των χωρών της G7. Μαζί οι τεχνολογικοί όμιλοι και οι άρχοντες της οικονομίας που κατέχουν, διευθύνουν και ελέγχουν αυτές τις τεχνολογικές πλατφόρμες αναστέλλουν την ανταγωνιστική δυναμική του καπιταλισμού μέσω μονοπωλιακών πρακτικών που ξεκληρίζουν εντελώς τις τοπικές αγορές και τους μικρούς παραγωγούς και διανομείς. Αυτή η ανασταλτική δυναμική μειώνει την καινοτομία και τη δημιουργικότητα, περιορίζοντας την ικανότητα του συστήματος να επεκταθεί εσωτερικά. Η τεχνολογική μονοπώληση περιορίζει την ανταλλαγή αξία, ιδιαίτερα με τη μορφή του κυκλοφορούντος χρήματος. Χωρίς την επέκταση νέων πιστώσεων σε εκατομμύρια καταναλωτές, περιορίζεται η κυκλοφορία των υλικών αγαθών, καθώς ο πλούτος συγκεντρώνεται και οι μισθοί και η απασχόληση μαραζώνουν.

 

Αρνητικότητα για την εργατική τάξη

 

Καμία από αυτές τις δυναμικές δεν είναι άγνωστη σε εκείνες τις δυνάμεις της αριστεράς που έχουν εκπαιδευτεί στις βασικές αρχές του μαρξισμού. Υπάρχει όμως μια γενική αδυναμία της μαρξιστικής αριστεράς. Οι άνθρωποι μπορεί να μιλούν για “την εργατική τάξη”, αλλά προτιμούν στρατηγικές συμμαχίες και δράσεις που βασίζονται στη δύναμη και τη δράση των αστικών δυνάμεων για να εξασφαλίσουν σταδιακές μεταρρυθμίσεις και κέρδη. Είτε λόγω εγκατάλειψης του επαναστατικού μαρξισμού, είτε λόγω ιεραρχικού οπορτουνισμού, είτε λόγω κρατικής καταστολής και εκμαυλισμού από τις δυνάμεις του κεφαλαίου, δεν είναι σε θέση να δράσουν με βάση τις θεμελιώδεις γνώσεις της επαναστατικής θεωρίας και στερούνται κάποιας τοποθέτησης μέσα στην εργατική τάξη.

 

Η εξάρτηση από αυτόν τον πολυταξικό προσανατολισμό πηγάζει από τις αμφιβολίες και τη δυσπιστία για τη μετασχηματιστική ικανότητα της εργατικής τάξης, λόγω των πολλών προκλήσεων που αντιμετώπισαν οι αριστεροί σχηματισμοί σε όλο τον κόσμο που αγωνίστηκαν να οργανώσουν το προλεταριάτο για να ξεπεράσουν τον κατακερματισμό της συνείδησης και της αυτοοργάνωσής του. Οι προκλήσεις αυτές προέρχονται από τις πολυάριθμες ιστορικές διαιρέσεις που διαμορφώνουν την υλική ζωή της τάξης, την εθνικότητα, τη φυλή, την εθνότητα, τη γλώσσα, τη θρησκεία, το φύλο, τη σεξουαλικότητα και το επάγγελμα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά από αυτά.

 

Στο δεύτερο μέρος αυτής της Ανάλυσης, θα ασχοληθούμε με ορισμένες από τις προκλήσεις και τις απορρίψεις της άποψης ότι η εργατική τάξη, διεθνώς και στις ΗΠΑ, είναι η ενεργειακή δύναμη για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, θεμελιώδης για τη μαρξιστική στρατηγική η οποία δημιουργεί έναν κόσμο απαλλαγμένο από την καταπίεση και την εκμετάλλευση.

Η ιδεολογία που επικρίνουμε σε αυτό το άρθρο έχει μακρά ιστορία. Πρόκειται για μια διαστρεβλωμένη και αναθεωρητική εκδοχή του μαρξισμού που διατυπώθηκε αρχικά μεταξύ των δεκαετιών 1890 και 1920, ιδίως από θεωρητικούς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) της Γερμανίας, και υιοθετήθηκε από τους περισσότερους σοσιαλδημοκράτες μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και από πολλούς κομμουνιστές και επαναστάτες εθνικιστές στα τέλη της δεκαετίας του 1930, κατά τη διάρκεια της λεγόμενης περιόδου του “Λαϊκού Μετώπου”.9 Αυτή η πολιτική βρίσκει τη μεγαλύτερη έκφρασή της στις ΗΠΑ σήμερα σε σχηματισμούς όπως οι Δημοκρατικοί Σοσιαλιστές της Αμερικής (DSA), το Κόμμα των Εργαζόμενων Οικογενειών, η Εκστρατεία των Φτωχών, η Οργάνωση Αναβάθμισης και διάφορες ομάδες που βασίζονται στην ταυτότητα, όπως το Κίνημα για τις Ζωές των Μαύρων.

Ο Μαρξ υποστήριξε ότι η εργατική τάξη δεν πρέπει να σηκώνει πανό που ζητά “δίκαιη εργασία για δίκαιη αμοιβή”, αλλά να αγωνίζεται για το τέλος της μισθωτής δουλείας. Δυστυχώς, ο Μαρξ έχει απαλλοτριωθεί και κακοποιηθεί από μεγάλο μέρος της διεθνούς αριστεράς τα τελευταία 100 χρόνια, αποψιλώνοντας την επαναστατική του κατεύθυνση και εστιάζοντας στην “αδικία του καπιταλισμού”, μειώνοντας τον μαρξισμό σε μια θεωρία μάχης της εργασίας ενάντια στον καπιταλισμό για ένα μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα.

 

Ως αποτέλεσμα αυτού του προσανατολισμού, οι δυνάμεις αυτές δίνουν υπερβολική έμφαση στην εκλογική διαδικασία που απορρέει από το φετίχ της αστικής δημοκρατίας και της εμπορευματικής κοινωνίας. Αυτό που ουσιαστικά αγνοούν ή αρνούνται είναι ότι το κράτος είναι ένα όργανο ταξικής κυριαρχίας. Και όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις κυριαρχούν στην κοινωνία, το κράτος χρησιμεύει ως εκτελεστική επιτροπή του καπιταλισμού. Οι ρεβιζιονιστές είναι κολλημένοι στην αυταπάτη ότι “το σπίτι του αφέντη μπορεί να διαλυθεί από τα εργαλεία του αφέντη”. Σε αυτό το πνεύμα είναι κολλημένοι στην ιδέα ότι η αριστερά μπορεί να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της αστικής κοινωνίας, ιδιαίτερα τον εκλογικό της μηχανισμό, για να μετασχηματίσει την κοινωνία μέσω της κάλπης, κερδίζοντας την πλειοψηφία των ψηφοφόρων, και κατά πάσα πιθανότητα την πλειοψηφία της κοινωνίας, στις απόψεις της. Υποθέτουν ότι κερδίζοντας την εκλογική πλειοψηφία, η αριστερά θα μπορέσει να περιορίσει τις καπιταλιστικές σχέσεις μέσω πολιτικών εντολών και να νομοθετήσει τη δημιουργία του σοσιαλισμού.

Το ιστορικό αρχείο αποδεικνύει ότι η αστική τάξη δεν έχει ποτέ καταργηθεί νομοθετικά, ούτε ο καπιταλισμός έχει ποτέ καταψηφιστεί. Οι επανειλημμένες προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν στρατηγικές του Λαϊκού Μετώπου που απαιτούν πολυταξικές συμμαχίες στη βάση μιας πολυταξικής πλατφόρμας και ατζέντας έχουν όλες αποτύχει. Αυτό ισχύει για τις προσπάθειες των αριστερών δυνάμεων στη Δυτική Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, την Ιαπωνία, την Κορέα και την Αυστραλία από τη δεκαετία του 1930, συμπεριλαμβανομένης της Χιλής το 1970 και της Βενεζουέλας το 1999.

 

Ακόμα και εκεί όπου αυτές οι εκλογικές στρατηγικές έχουν ακολουθηθεί από την Αριστερά με επιτυχία στην εκλογική νίκη, η αστική τάξη, σε διεθνές επίπεδο, έχει εξαπολύσει χάος εναντίον αυτών των κοινωνιών για να υπονομεύσει την αξιοπιστία των προσπαθειών αυτού του είδους. Το χάος καταλήγει συνήθως στην απομάκρυνση των αριστερών κυβερνήσεων από την εξουσία για να σταματήσουν οι δραστηριότητες οικονομικής ομηρίας της καπιταλιστικής τάξης, ή στη βίαιη ανατροπή τους και την αντικατάστασή τους από κάποια μορφή δικτατορικού ή φασιστικού καθεστώτος (η Χιλή το 1973 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα).

 

Ο προσανατολισμός του Λαϊκού Μετώπου αποκλίνει από τις βασικές αρχές και πρακτικές του επαναστατικού μαρξισμού που στοχεύουν στην οικοδόμηση της συνείδησης και της αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης τα οποία αποτελούν το πρωταρχικό εργαλείο για τη χειραφέτηση της τάξης και τον μετασχηματισμό της κοινωνίας. Ο προσανατολισμός που επικρίνουμε εγκαταλείπει την ταξική πάλη για την ταξική συνεργασία, παραδίδει την ηγεσία των κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας στις αστικές δυνάμεις και παραπέμπει το ζήτημα της σοσιαλιστικής μετάβασης σε ένα μακρινό και απροσδιόριστο μέλλον. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η επικέντρωση κυρίως στη μία πλευρά της εξίσωσης της εξουσίας, την πολιτική πλευρά, χωρίς να αντιμετωπίζει την άλλη, την υλική πλευρά – δηλαδή την οικονομία και τις σχέσεις (ανα)παραγωγής, οδηγεί την αριστερά ξανά και ξανά στην ήττα.

 

Μόνο επανατοποθετόντας την προσοχή μας στην ισορροπία μεταξύ του πολιτικού και της υλικής πλευράς, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς η αστική τάξη προσπαθεί να αποτρέψει την κρίση και τον τρόπο που η διεθνής εργατική τάξη μπορεί όχι μόνο να παρέμβει, αλλά και να δράσει προς το δικό μας συλλογικό συμφέρον για να μεταμορφώσει την κοινωνία και να σταματήσει τη θανατηφόρα πορεία του καπιταλισμού.

 

Όπως προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει κανένα σύνολο κανονιστικών πολιτικών σχέσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Οι υλικές και πολιτικές σχέσεις καθορίζονται πάντα από το πλαίσιο της ταξικής πάλης και την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μερών αυτής της πάλης σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παρτιζάνοι στον αγώνα, ιδιαίτερα οι δύο καθοριστικές τάξεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή η αστική τάξη και το προλεταριάτο, δεν έχουν ιστορικά κατασκευασμένα εργαλεία στη κατοχή τους για να διαμορφώνουν τα κοινωνικά γεγονότα και να τα κατευθύνουν προς τις επιθυμητές κατευθύνσεις. Δεδομένης της ασυμμετρίας της εξουσίας στην αστική κοινωνία, η καπιταλιστική τάξη έχει σήμερα περισσότερα εργαλεία στη διάθεσή της για να κατευθύνει και να διαμορφώνει τα γεγονότα και ποτέ δεν παραλείπει να τα χρησιμοποιήσει για να διατηρήσει τη θέση της και να διατηρήσει τα πλεονεκτήματά της. Για το σκοπό αυτό, μερικά από τα πιο ισχυρά εργαλεία της εργαλειοθήκης τους είναι τα εργαλεία οικονομικής και χρηματοπιστωτικής διαχείρισης. Όταν αναπτύσσονται πλήρως, αυτά τα οικονομικά και χρηματοπιστωτικά εργαλεία συνιστούν ολοκληρωμένες στρατηγικές για τη διασφάλιση της αναπαραγωγής και της επέκτασης του κεφαλαίου μέσω διαφόρων μεθόδων πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου.

 

Ποικιλίες καπιταλιστικής διακυβέρνησης

 

Οι τέσσερις ολοκληρωμένες στρατηγικές οικονομικού και χρηματοπιστωτικού ελέγχου που χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά από την αστική τάξη για την αποκατάσταση των κερδών σε περιόδους συστημικής διακύμανσης του κεφαλαίου, δηλαδή στους κύκλους άνθησης και πτώσης, μπορούν να οριστούν ως εξής: (1) η μερκαντιλιστική στρατηγική, (2) η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας, (3) η νεοφιλελεύθερη στρατηγική και (4) η φασιστική στρατηγική.

Η μερκαντιλιστική στρατηγική της συσσώρευσης κεφαλαίου και του κοινωνικού ελέγχου απαιτεί ένα επιθετικό κράτος, ένα κράτος το οποίο συμμετέχει ενεργά στον αποικισμό ή την υποταγή νέων εδαφών ή κρατών. Ένα κράτος με μια παγιωμένη εταιρική σχέση μεταξύ του κράτους και των βασικών καπιταλιστικών δυνάμεων που λειτουργούν στο κράτος, ενεργώντας ως εθνικοί καπιταλιστές, επιδιώκοντας τα συλλογικά συμφέροντα της εν λόγω εταιρικής σχέσης. Μέσω αυτής της συμμαχίας, η συσσώρευση επιδιώκεται με τον έλεγχο του εμπορικού ισοζυγίου με τις υποτελείς περιοχές με κατασταλτικά μέσα και με την προσπάθεια επέκτασης των εξαγωγών τους σε νέες αγορές και πεδία επιρροής σε άμεσο βάρος των ανταγωνιστών τους. Η στρατηγική αυτή εφαρμόζεται συνήθως από ανερχόμενες και επίδοξες καπιταλιστικές δυνάμεις που επιδιώκουν να διευρύνουν τα όρια των εγχώριων αγορών τους. Αυτή ήταν η κυρίαρχη στρατηγική που εφάρμοσε το κεφάλαιο στην διάρκεια της ανάδυσης και ωρίμανσης του στα εθνικά κράτη της δυτικής Ευρώπης, τα οποία αποίκισαν το δυτικό ημισφαίριο, την Αφρική και την Ασία και κανιβαλίστηκαν αναμεταξύ τους μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα.

 

Η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική της συσσώρευσης του κεφαλαίου και του κοινωνικού ελέγχου είναι η προσαρμογή του κεφαλαίου στην οργανωμένη δύναμη και την πολιτική κινητοποίηση της εργατικής τάξης, όταν αυτή αυτο-ενεργοποιείται και αγωνίζεται για τα δικά της συμφέροντα. Βασίζεται στις διάφορες οικονομικές και κοινωνικές παραχωρήσεις στην εργατική τάξη που παρέχει το κεφάλαιο, όπως το δικαίωμα στην οργάνωση, την κοινωνική ασφάλιση, τις παρατεταμένες διακοπές, την καθολική υγειονομική περίθαλψη, την άδεια μητρότητας, την κοινωνική στέγαση, την παιδική μέριμνα κ.λπ. Στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να υπονομεύσει την εξέγερση και να παραχωρήσει προσωρινά κάποια από τα αιτήματα της εργατικής τάξης και να εξαγοράσει κρίσιμα τμήματά της. Μέριμνα είναι να εμποδιστεί η εργατική τάξη να καταλάβει τα μέσα παραγωγής, προκειμένου να τα κοινωνικοποιήσει και να εκδημοκρατίσει την κοινωνία. Η σοσιαλδημοκρατική στρατηγική απαιτεί ένα κράτος με επαρκή ικανότητα να παρακολουθεί τις δραστηριότητες του κεφαλαίου, να συγκρατεί την εργατική τάξη, να επιβάλλει τους όρους των συμβιβαστικών συμφωνιών και να διανέμει αποτελεσματικά τα κοινωνικά πλεονάσματα. Αν και χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες περιορισμένες μορφές τον 18ο και 19ο αιώνα σε μέρη της Ευρώπης για να καταπνίξει διάφορες εξεγέρσεις και επαναστατικές εξάρσεις (όπως αυτές του 1848-1849), η ιστορική της ακμή ήταν μεταξύ της δεκαετίας του 1930 και της δεκαετίας του 1980 στη Δυτική Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, την Ιαπωνία, την Αυστραλία και σε μέρη της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

 

Η νεοφιλελεύθερη στρατηγική της συσσώρευσης κεφαλαίου και του κοινωνικού ελέγχου απαιτεί την κατάληψη ή τον έλεγχο νέων περιοχών και πόρων για εξόρυξη, συμπεριλαμβανομένων νέων πόρων όπως το DNA και τα mega data. Επιπλέον, απαιτεί το άνοιγμα νέων αγορών και ασφαλών πεδίων επενδύσεων, μαζί με την ιδιωτικοποίηση κρατικών πόρων και αποθεμάτων, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως της κοινωνικής ασφάλισης και του Medicare. Τέλος, απαιτεί την απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών και εργασιακών αγορών, την εξάλειψη προτύπων και ελέγχων για την προστασία του περιβάλλοντος και την προλεταριοποίηση νέων ομάδων εργασίας ή/και την εξαθλίωση των υπαρχόντων. Αυτή η στρατηγική χρησιμοποιείται συνήθως όταν το κεφάλαιο χρειάζεται να αποδυναμώσει ή να εξοντώσει τα κοινωνικά κέρδη που έχουν κατακτηθεί από την εργατική τάξη, τους καταπιεσμένους λαούς ή τους περιθωριοποιημένους κοινωνικούς τομείς κατά τη διάρκεια προηγούμενων περιόδων, τα οποία εμποδίζουν την ικανότητα του κεφαλαίου να επεκταθεί και να αναπαραχθεί με τον επιθυμητό ρυθμό. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, αυτή είναι η κυρίαρχη στρατηγική που χρησιμοποιείται από το κεφάλαιο και τα κυρίαρχα εθνικά κράτη εντός του παγκόσμιου συστήματος σε διεθνές επίπεδο από τη δεκαετία του 1980.

 

Η φασιστική στρατηγική συσσώρευσης κεφαλαίου και κοινωνικού ελέγχου απαιτεί την εδραίωση του κρατικού μηχανισμού μέσω της συγχώνευσης δεξιών ή συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και παρατάξεων του κεφαλαίου, ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού και του βιομηχανικού κεφαλαίου. Ιστορικά, ο φασιστικός αυταρχισμός έχει χρησιμοποιηθεί για να στρατιωτικοποιήσει τον αυτοκρατορικό ανταγωνισμό, για τη συντριβή της εσωτερικής αντιπολίτευσης και διαμάχης με το πρόσχημα της προσπάθειας αποκατάστασης της προηγούμενης δόξας της αυτοκρατορίας, του έθνους ή του λαού, λειτουργεί ως μέσο για την προώθηση των συμφερόντων ενός συγκεκριμένου τμήματος καπιταλιστών και προτάσσει το εθνικό συμφέρον στους εγχώριους ανταγωνιστές τους.

 

Ο στόχος είναι να κερδίσουν θέση έναντι των διεθνών αντιπάλων τους μέσω επιθετικών οικονομικών και πολιτικών πρακτικών, προκειμένου να ελέγξουν περισσότερα από τα λάφυρα του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος. Αυτή η μέθοδος συσσώρευσης απαιτεί την πολιτική κινητοποίηση των δυνάμεων της δεξιάς, τη στρατιωτικοποίηση του οργανωτικού τους μηχανισμού, την κατασκευή υπερεθνικιστικών αφηγήσεων για την εκλογίκευση και την προώθηση των επιθετικών, συχνά ρατσιστικών και μισογυνιστικών κοσμοθεωριών τους, προκειμένου να δικαιολογηθεί η ευρεία καταστολή των εγχώριων δυνάμεων. Επίσης, συνήθως επιδιώκει να προωθήσει μια επιλεκτική μορφή διανομής του κοινωνικού πλεονάσματος στους πληθυσμούς ή “πολίτες” που χαρακτηρίζονται ως “γηγενείς” ή πιστοί στους στόχους του ηγέτη του εθνικιστικού σχεδίου. Για την παράδοση των αγαθών, αυτή η μορφή συσσώρευσης απαιτεί την υλική αποστέρηση και την υπερεκμετάλλευση των υποτελών ή περιθωριοποιημένων λαών και πληθυσμών που κατοικούν εντός του εθνικού κράτους, τον περιορισμό των εισαγωγών και την αναγκαστική είσοδο αγαθών σε ξένες αγορές ή την ολοκληρωτική κατάκτηση άλλων εθνικών κρατών ή/και των εδαφών τους. Παραλλαγές αυτής της στρατηγικής έχουν εφαρμοστεί από διάφορα καθεστώτα σε διάφορες χώρες τα τελευταία 300 χρόνια, αλλά η πιο αξιοσημείωτη χρήση της έγινε στην Ιταλία του 20ού αιώνα, τη Γερμανία, την Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Χιλή, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα.

 

Στην προσπάθειά της να επιλύσει την τρέχουσα δομική κρίση του καπιταλισμού, η αστική τάξη και οι δυνάμεις που είτε συμμάχησαν μαζί της είτε λειτούργησαν ως εξαρτήματά της, χρησιμοποίησαν παραλλαγές όλων αυτών των στρατηγικών σε διαφορετικά πλαίσια και καταστάσεις τα τελευταία 20 χρόνια, ιδιαίτερα μετά το μεγάλο οικονομικό κραχ του 2008-2010. Ακολουθούν μερικά μόνο παραδείγματα: οι ΗΠΑ υπό το καθεστώς Τραμπ χρησιμοποίησε στοιχεία μερκαντιλιστικών και φασιστικών στρατηγικών συσσώρευσης. Η Ελλάδα υπό την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η Βραζιλία υπό την κυβέρνηση Λούλα και η Βενεζουέλα υπό τις κυβερνήσεις Τσάβες και Μαδούρο, χρησιμοποίησαν σοσιαλδημοκρατικές στρατηγικές συσσώρευσης. Ενώ η Ουγγαρία υπό τη διακυβέρνηση Όρμπαν, η Ινδία υπό τη διακυβέρνηση Μόντι και οι Φιλιππίνες υπό τη διακυβέρνηση Ντουτέρτε αποτελούν το καλύτερο παράδειγμα της φασιστικής ή νεοφασιστικής στρατηγικής συσσώρευσης. Ωστόσο, οι συνθήκες που διαμορφώνουν και οδηγούν τη βαθιά δομική κρίση του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος, ιδιαίτερα μετά την πανδημία COVID-19, περιορίζουν την ικανότητα οποιασδήποτε από τις

 

προαναφερθείσες στρατηγικές συσσώρευσης να πραγματοποιήσει τους στόχους της.

 

Όταν αυτές οι στρατηγικές αποτυγχάνουν, οι αστοί επιστρατεύουν το απόλυτο όπλο τους: τον πόλεμο. Ιστορικά, ο πόλεμος και η προετοιμασία για πόλεμο ήταν η τελική λύση της σύγκρουσης και του ανταγωνισμού μεταξύ των καπιταλιστικών-ιμπεριαλιστικών χωρών. Η ιστορία του καπιταλισμού ήταν μια ιστορία σχεδόν συνεχών πολέμων για την καθυπόταξη αποικιών και νεοαποικιών και την κατάληψη της γης των ιθαγενών λαών. Οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί σε πόλεμο 240 από τα 246 χρόνια από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τους το 1776. Στον 20ό αιώνα ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός μεταξύ του μπλοκ ευρωπαϊκών χωρών, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας οδήγησε σε δύο Παγκόσμιους Πολέμους που σκότωσαν περίπου 80 εκατομμύρια ανθρώπους. Ο πόλεμος και όλες οι προετοιμασίες που τον συνοδεύουν αποτέλεσαν επίσης την ταχύτερη οδό για την αναζωογόνηση και την επέκταση των καπιταλιστικών οικονομιών. Ο πόλεμος και οι φήμες πολέμου έχουν βραχυπρόθεσμο οικονομικό αντίκτυπο: αυξάνουν τη ζήτηση, ανεβάζουν την παραγωγή, βάζουν τον μέγιστο αριθμό ανθρώπων στην εργασία και συγκεντρώνουν περαιτέρω την εξουσία στα χέρια του κράτους και της αστικής τάξης για να κατευθύνουν την κοινωνία. Ο γενικός περιορισμός του είναι ότι τις περισσότερες φορές χρηματοδοτείται με χρέος. Αυτό θέτει ένα υψηλό βάρος στη νίκη, αν αποφασιστεί να ακολουθηθεί αυτός ο δρόμος, καθώς μόνο στη νίκη τα χρέη που έχουν αναληφθεί μπορούν γενικά να αποπληρωθούν ή να διαγραφούν, με εκθετικά ποσοστά απόδοσης της επένδυσης.

 

Ο πόλεμος υπήρξε το γενικό εργαλείο επαναφοράς του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Προωθεί την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, εξαλείφει ξεπερασμένες τεχνολογίες και μέσα παραγωγής, αλλάζει τις μισθολογικές κλίμακες (στο εσωτερικό και διεθνώς), επιταχύνει την ανατίμηση του κεφαλαίου σε βασικές περιοχές και τομείς και αξιολογεί τα νομίσματα και τα ακίνητα, επαναπροσδιορίζει τις σχέσεις της αγοράς μεταξύ των κρατών και μετατοπίζει την ισορροπία δυνάμεων στο εσωτερικό των κρατών και μεταξύ των κρατών. Και καθώς η τρέχουσα κρίση έχει βαθύνει τα τελευταία 20 χρόνια, υπήρξε και υπάρχει πληθώρα εμφυλίων πολέμων (Υεμένη, Σουδάν, Νότιο Σουδάν, Κονγκό, Φιλιππίνες κ.λπ.), πόλεμοι δι’ αντιπροσώπων (Συρία, Ιράκ), εθνικοαπελευθερωτικοί πόλεμοι (Παλαιστίνη, Άτσε, Δυτική Παπούα, Δυτική Σαχάρα κ.λπ.) και φήμες και προετοιμασία για έναν ακόμη παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η πραγματικότητα των πυρηνικών όπλων και οι στρατηγικές της αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής έδωσαν σε κάποιους μια ανάπαυλα για να καταφύγουν σε διακαπιταλιστικό πόλεμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολεμικές προετοιμασίες, συμπεριλαμβανομένου του πυρηνικού πολέμου, δεν προχωρούν συνεχώς.

 

Αναμφίβολα, οι προετοιμασίες για έναν ενδοϊμπεριαλιστικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας για την ηγεμονία του καπιταλιστικού παγκόσμιου συστήματος έχουν αρχίσει και κορυφώνονται. Οι ΗΠΑ κατέχουν την αδιαμφισβήτητη ηγεμονική θέση στην παγκόσμια τάξη από το τέλος του δεύτερου ενδοϊμπεριαλιστικού πολέμου το 1945. Η Κίνα αυξάνει σταθερά τη θέση της μέσα στο καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα από τη δεκαετία του 1980 και προσπαθεί συνειδητά και σκόπιμα να σπάσει τον οικονομικό και στρατιωτικό ασφυκτικό έλεγχο του συστήματος από τις ΗΠΑ. Αν και οι οικονομίες της Κίνας και των ΗΠΑ είναι βαθιά συνυφασμένες, η Κίνα αναμένεται να γίνει η κυρίαρχη οικονομία του κόσμου μέχρι το 2028, αν όχι νωρίτερα. Είναι μακράν ο μεγαλύτερος βιομηχανικός παραγωγός και εξαγωγέας στον κόσμο, καθώς και ο μεγαλύτερος καταναλωτής πρώτων υλών. Είναι πλέον το μεγαλύτερο πιστωτικό έθνος στον κόσμο, ο μεγαλύτερος κατασκευαστής υποδομών, διοικεί τον μεγαλύτερο στρατό στον κόσμο και είναι ο μόνος αντίπαλος της κυβέρνησης των ΗΠΑ όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες. Επίσης, αμφισβητεί και μετασχηματίζει τους κανόνες του παιχνιδιού της συσσώρευσης, ιδίως τους διακρατικούς κανόνες που βασίζονται σε νομικά κριτήρια των θεσμών του Bretton Woods. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα που καταδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο η Κίνα αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο γενικά επαναδιατυπώνει τους κανόνες του συστήματος για τα πνευματικά δικαιώματα/πατέντες. Είναι θέμα στρατηγικής η αντιστροφή των όρων ώστε να υποχρεωθούν οι πολυεθνικές εταιρείες να περάσουν την τεχνολογία ως κόστος της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας στη χώρα. Η Κίνα αμφισβητεί επίσης σθεναρά τους νομισματικούς κανόνες του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, δίνοντας πολιτικά και οικονομικά κίνητρα στον αυξανόμενο αριθμό των “εταίρων” της να συναλλάσσονται σε γιουάν αντί για το αμερικανικό δολάριο, το οποίο αποτελεί το βασικό μέτρο των νομισματικών συναλλαγών σε όλο τον κόσμο από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτοί είναι μερικοί μόνο από τους κρίσιμους τρόπους με τους οποίους η Κίνα αμφισβητεί την ηγεμονία των ΗΠΑ.

 

Προκειμένου να διατηρήσει τη θέση του ως ηγεμόνας του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, το αμερικανικό κράτος και η καπιταλιστική τάξη δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτή την πρόκληση. Ως εκ τούτου, το καθεστώς Μπάιντεν, όπως και τα καθεστώτα Τραμπ και Ομπάμα πριν από αυτό, καθιστά την ανάσχεση της Κίνας μια από τις πρωταρχικές στρατηγικές του προτεραιότητες. Το καθεστώς Μπάιντεν αμβλύνει πτυχές της ρητορικής που προωθεί το καθεστώς Τραμπ εναντίον της Κίνας (τουλάχιστον από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές), αλλά θα διατηρήσει τις ίδιες πολιτικές επί της αρχής. Χωρίς αμφιβολία, η κυβέρνηση Μπάιντεν σχεδιάζει να συνεχίσει τη στρατιωτική ενίσχυση των ΗΠΑ στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και τις πολιτικές ανάσχεσης που ξεκίνησαν επί κυβέρνησης Ομπάμα, οι οποίες επικεντρώθηκαν σε πολυμερείς εμπορικές συμφωνίες και συμφωνίες ασφαλείας με τους γείτονες της Κίνας στην προσπάθεια να ανακόψουν την ανάπτυξή της Κίνας και να προλάβουν τον αναπόφευκτο πόλεμο που και οι δύο πλευρές βλέπουν να έρχεται. Ωστόσο, είναι σαφές ότι αυτή η ανάφλεξη δεν θα διαδραματιστεί στο ίδιο έδαφος όπως ήταν το 2017, όταν ο Ομπάμα αποχώρησε από το αξίωμα. Η αντίδραση της Κίνας στην πανδημία COVID-19 έδειξε χωρίς αμφιβολία ότι διαθέτει τη μεγαλύτερη βιομηχανική ικανότητα στον πλανήτη και ότι δεν στερείται δικών της κρίσιμων διεθνών συμμάχων.

 

Η αντιμετώπιση της Κίνας και της πανδημίας του COVID-19 μέσω πρωτοφανών ελλειμματικών δαπανών δεν είναι βιώσιμη, ούτε καν για την κυβέρνηση των ΗΠΑ και την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία έχει την δυνατότητα δημιουργίας, μέσω fiat, ενός νέου σκληρού ψηφιακού νομίσματος.10 Ο κύκλος της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, είναι πολύ σπασμένος για να μπορούν να λειτουργήσουν με αποτέλεσμα τα συνήθη μέσα δημοσιονομικής τόνωσης που χρησιμοποιούνται από τη G7 για να προλάβουν ή να περιορίσουν τις καταρρεύσεις των μετοχών και των αγορών όπως έγινε το 2008-2009. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη ρίξει τρισεκατομμύρια στις τράπεζες και το χρηματιστήριο για να στηρίξει το καπιταλιστικό παγκόσμιο σύστημα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Έτσι, τα σχέδια τόνωσης της οικονομίας του Μπάιντεν μπορούν και θα είναι στην καλύτερη περίπτωση μόνο βραχυπρόθεσμα μέτρα. Η κρίση του κεφαλαίου και οι αυξανόμενες συγκρούσεις με την Κίνα και τη Ρωσία εντείνουν τις διαμάχες στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης των ΗΠΑ και των διαφόρων κομματικών εκφράσεων τους. Η άνοδος του φασιστικού αυταρχισμού είναι απόρροια αυτών των διαφωνιών για το πώς θα διατηρηθεί η παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ και πώς θα επιλυθούν οι οικονομικές κρίσεις που περιεγράφηκαν παραπάνω. Το ότι αυτή η διαμάχη θα μπορούσε να φτάσει σε πραγματικά πλήγματα, δηλαδή σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ τμημάτων της άρχουσας τάξης, καθώς και σε μια ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας και των συμμάχων τους είναι αμφότερα στο τραπέζι.

 

Η τελευταία δήλωση δεν έγινε για πλάκα. Ούτε ήταν προσπάθεια υπερβολής. Το γεγονός είναι ότι, προκειμένου να ξεπεραστεί η κεντρική αντίφαση του μειούμενου ποσοστού κέρδους εντός του συστήματος, απαιτείται μια επανεκκίνηση μέσω της μαζικής καταστροφής μεγάλου μέρους του υφιστάμενου παγκόσμιου αποθέματος κεφαλαίου, ιδιαίτερα στις παλιές βιομηχανικές περιοχές των κεντρικών και ημιπεριφερειακών ζωνών. Η διαδικασία της “δημιουργικής καταστροφής”, μέσω των μεγάλων υφέσεων ή του απόλυτου πολέμου, ήταν ιστορικά ο τρόπος για την αποκατάσταση της κερδοφορίας μέσω της δημιουργίας νέων όρων και συνθηκών για επενδύσεις. Ο “νόμος της αξίας” οδηγεί τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού στον πόλεμο και αναγκάζει τα υποκατάστατα του κεφαλαίου σε χώρες του τρίτου κόσμου, όπως η Κολομβία, το Ελ Σαλβαδόρ, η Αϊτή, η Μιανμάρ, οι Φιλιππίνες, η Τυνησία, το Αφγανιστάν, η Αίγυπτος, η Τουρκία, η Νότια Αφρική κ.λπ. να εφαρμόσουν σκληρά μέτρα καταστολής χωρίς κανένα πρόσχημα δημοκρατίας.

 

Αντί να επικεντρωνόμαστε στενά στις εκλογές, στις διαταξιακές συμμαχίες, στο κίνημα της ακροδεξιάς κ.λπ., πρέπει να κοιτάξουμε τη μεγάλη εικόνα, προκειμένου να αναπτύξουμε μια ολοκληρωμένη γραμμή πορείας που θα νικήσει ΟΛΕΣ τις αντιδραστικές δυνάμεις και θα εγκαινιάσει έναν νέο πολιτισμό. Οι καπιταλιστικές δυνάμεις του χάους και της κυριαρχίας βρίσκονται προ των πυλών και είναι πραγματικά πλέον ζήτημα αληθινού σοσιαλισμού ή εξαφάνισης. Χωρίς αμφιβολία, εμείς, οι “αριστερές” ή επαναστατικές δυνάμεις του κόσμου, πρέπει να συνεχίσουμε να είμαστε οι “πρωτεργάτες της δημοκρατίας”. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποστηρίξουμε ή να εξυψώσουμε την αστική δημοκρατία, ούτε κανένα από τα εργαλεία, τους θεσμούς ή τα τελετουργικά της. Μπορούμε και πρέπει να κάνουμε κάτι καλύτερο από αυτό. Πρέπει να δημιουργήσουμε νέες, οριζόντια προσανατολισμένες πρακτικές και θεσμούς άμεσης και σκόπιμης δημοκρατίας για να ξεφύγουμε από τον ασφυκτικό κλοιό των καπιταλιστικών σχέσεων. Αυτό θα απαιτήσει επαναστατική ηγεσία για να οικοδομήσουμε\ το είδος του κινήματος που μπορεί να επιτύχει αυτό το μέλλον. Πρέπει να βρούμε τρόπο!

 

Φυσικά, το ερώτημα είναι πώς θα χαράξουμε αυτόν τον δρόμο υπό τους σημερινούς όρους και συνθήκες, όταν οι δυνάμεις της αριστεράς σε όλο τον κόσμο είναι τόσο αδύναμες, διαιρεμένες, ανοργάνωτες και στερημένες από επαναστατική συνείδηση; Αν η ανθρωπότητα πρέπει να ξεφύγει από τις παραλλαγές της καπιταλιστικής κυριαρχίας, αν όχι αστική δημοκρατία, νεοφιλελεύθερη λιτότητα ή φασισμό, ποιος είναι ο δρόμος προς τα εμπρός;

Σε ένα προγραμματισμένο δεύτερο άρθρο θα διερευνήσουμε ορισμένα μέσα για το σκοπό αυτό. Μέρος του επόμενου άρθρου θα ασχοληθεί με το ρόλο της διεθνούς εργατικής τάξης ως κύριας ενεργειακής δύναμης για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τις συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις του καπιταλισμού.

 

Καλούμε όσους διάβασαν αυτό το άρθρο να συνεργαστούν μαζί μας και να συμβάλουν στην έρευνα και την ανάλυση που θα απαιτηθεί για να χαράξουμε την πορεία προς τα εμπρός.

 

Σημειώσεις

 

1 Σε αυτό το άρθρο χρησιμοποιούμε την “αριστερά” αναφερόμενοι σε εκείνες τις δυνάμεις στην κοινωνία που επιδιώκουν συνειδητά και σκόπιμα να εξαλείψουν την εκμετάλλευση και τα συστήματα καταπίεσης.

2 Η φράση “Παγκόσμιος Νότος” αναφέρεται ευρέως στις περιοχές της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας, της Αφρικής και της Ωκεανίας.

3 Εμπόρευμα = αγαθά ή υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της εργασίας) που παράγονται για ανταλλαγή στην αγορά.

4 Ο όρος “αστική τάξη” είναι ένας γαλλικός όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Μαρξ και άλλους για την καπιταλιστική τάξη, τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και της συντριπτικής πλειοψηφίας του πλούτου της κοινωνίας.

5 Η αριστοκρατία στις 13 αποικίες της Βόρειας Αμερικής αντιδρούσε στην οικονομική και πολιτική κυριαρχία της βρετανικής αποικιακής αυτοκρατορίας. Οι Γάλλοι, που ανταγωνίζονταν για την αποικιακή κυριαρχία με τους Βρετανούς στην Ευρώπη και τον “νέο κόσμο”, υποστήριξαν την εξέγερση της Βόρειας Αμερικής.

6 Πολλές αποικιακές εξαιρέσεις παραμένουν, όπως η Παλαιστίνη, το Κασμίρ, το Ανατολικό Τιμόρ, η Δυτική Σαχάρα, η Euskal Herria, το Γκουάμ, το Πουέρτο Ρίκο, η Χαβάη, η Βόρεια Ιρλανδία, το Κεμπέκ, η Νέα Αφρική κ.λπ.).

7 Ο ΟΟΣΑ έχει 38 χώρες μέλη. Συμπεριλαμβανομένων των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, των περισσότερων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, της Ιαπωνίας και μερικών χωρών της Λατινικής Αμερικής. Εντός του ΟΟΣΑ υπάρχει σημαντική άνιση ανάπτυξη

8 Βλέπε “Billionaires in Space” ” https://www.thenation.com/article/society/branson-bezos-space/“, “Billionaires in Space: https://www.washingtonpost.com/lifestyle/2021/07/18/billionaire-space-race/, “Αφήστε τους δισεκατομμυριούχους στο Διάστημα”, https://www.jacobinmag.com/2021/07/billionaires-space-richard-branson-jeff-bezos-elon-musk, “Η NASA θα πληρώσει 1 δολάριο για να συλλέξει πέτρες από το φεγγάρι” https://www.bbc.com/news/business-55170788, και “Η διαστημική οικονομία πρόκειται να γίνει πολύ μεγαλύτερη” https://m.youtube.com/watch?v=EocNWqu9JrI.

9 Το Λαϊκό Μέτωπο προέκυψε ως στρατηγική οικοδόμησης πολυταξικών συνασπισμών για την καταπολέμηση του φασισμού από τα κομμουνιστικά κόμματα της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Είχε ως αποτέλεσμα την υποταγή της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης προκειμένου να συνεργαστεί με τις μεσοαστικές και αντιφασιστικές καπιταλιστικές δυνάμεις ενάντια στα τμήματα του κεφαλαίου που ασπάζονται το φασισμό. Αυτό σήμαινε την υιοθέτηση εθνικιστικών και σοσιαλδημοκρατικών στόχων, εγκαταλείποντας στην πραγματικότητα τον αγώνα ενάντια στον ίδιο τον καπιταλισμό.

10 Οι υποστηρικτές της Σύγχρονης Νομισματικής Θεωρίας, με επιρροή στο Δημοκρατικό Κόμμα, υποστηρίζουν ότι κανένα κράτος με ισχυρή οικονομία που ελέγχει το δικό του νόμισμα δεν χρειάζεται να ανησυχεί για την εκτύπωση χρήματος και για την αποπληρωμή του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αρκεί να παρακολουθεί τον πληθωρισμό. Αλλά η επίκληση νέου χρήματος υποβαθμίζει την αξία του υπάρχοντος κεφαλαίου και η οικονομία των ΗΠΑ ήδη τώρα επιπλέει πάνω στο κρατικό, εταιρικό και ιδιωτικό χρέος.

 

 

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *